κιδνόν

κιδνόν
κιδνόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνθάδε».
[ΕΤΥΜΟΛ. Περιέχει το ΙΕ δεικτικό μόριο *ki, που απαντά επίσης στο λατ. ci-s «εφεξής» «από εδώ και πέρα», και στο ἐκεῖ. Αβέβαιη η περαιτέρω δομή του. Κατά μία άποψη το κιδ- συνδέεται με το γοτθ. hit-a τής φρ. und hita «έως άρτι» και το -νον αποτελεί τ. τού νῦν με κυπριακή μεταβολή τού [u] σε [ο] (πρβλ. χεττιτ. kinun «τώρα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”